- ὑπερίπταμαι
- ὑπερίπταμαι, later form for ὑπερπέτομαι, Arist.Mir.836a33, Plu. Num.8;A
πᾶσαν γῆν Max.Tyr.6.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πᾶσαν γῆν Max.Tyr.6.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερίπταμαι — ὑπερίπταμαι ΝΑ πετώ πάνω από μια περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἵπταμαι «πετώ», μτγν. τ. τού πέτομαι] … Dictionary of Greek
ὑπερίπταμαι — ὑπερπέτομαι fly over pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)